- καλοκαιριάζω
- [καλοκαίρι]1. παραθερίζω, περνώ το καλοκαίρι2. απρόσ. καλοκαιριάζειαρχίζει το καλοκαίρι, αρχίζουν οι καλές ημέρες, γίνεται καλός καιρός, καλοσυνεύει, καλοκαιρεύει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλοκαίριασμα — το [καλοκαιριάζω] 1. η έναρξη τού καλοκαιριού, οι πρώτες ημέρες τού θέρους 2. η βελτίωση τού καιρού, αιθρίαση, καλοσύνεμα … Dictionary of Greek
καλοκαιρίζω — (Μ) [καλοκαίρι(ν)] περνώ κάπου το καλοκαίρι, καλοκαιρεύω, καλοκαιριάζω … Dictionary of Greek
ξεκαλοκαιριάζω — 1. περνώ το καλοκαίρι 2. διαμένω στην εξοχή κατά τη διάρκεια τού καλοκαιριού, παραθερίζω 3.(ως τριτοπρόσ.) ξεκαλοκαιριάζει τελειώνει η εποχή τού καλοκαιριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + καλοκαιριάζω] … Dictionary of Greek